Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

qui tacet consentire videtur < → δείτε τη λέξη  qui, taceo
consentire: απαρέμφ. του consentio (ότι συναινεί)
videtur απρόσ. παθητική φωνή του ρ.video (νομίζεται, θεωρείται)

  Φράση επεξεργασία

qui tacet consentire videtur

  • (νομικός όρος του ρωμαϊκού δικαίου) όποιος σιωπά φαίνεται ότι συναινεί

Δείτε επίσης επεξεργασία