putino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- putino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | putino | putinoj |
αιτιατική | putinon | putinojn |
putino (eo)
- η πουτάνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | putino | putinoj |
αιτιατική | putinon | putinojn |
putino (eo)