punca
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punca | puncaj |
αιτιατική | puncan | puncajn |
punca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punca | puncaj |
αιτιατική | puncan | puncajn |
punca (eo)