pulvoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pulvoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulvoro | pulvoroj |
αιτιατική | pulvoron | pulvorojn |
pulvoro (eo)
- η σκόνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulvoro | pulvoroj |
αιτιατική | pulvoron | pulvorojn |
pulvoro (eo)