pulovero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pulovero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulovero | puloveroj |
αιτιατική | puloveron | puloverojn |
pulovero (eo)
- το πουλόβερ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulovero | puloveroj |
αιτιατική | puloveron | puloverojn |
pulovero (eo)