pulmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pulmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulmo | pulmoj |
αιτιατική | pulmon | pulmojn |
pulmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulmo | pulmoj |
αιτιατική | pulmon | pulmojn |
pulmo (eo)