pudelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pudelo | pudeloj |
αιτιατική | pudelon | pudelojn |
pudelo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το κανίς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pudelo | pudeloj |
αιτιατική | pudelon | pudelojn |
pudelo (eo)