ptomaino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ptomaino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ptomaino | ptomainoj |
αιτιατική | ptomainon | ptomainojn |
ptomaino (eo)
- η πτωμαΐνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ptomaino | ptomainoj |
αιτιατική | ptomainon | ptomainojn |
ptomaino (eo)