psikoterapia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- psikoterapia < psikoterapi + -a
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikoterapia | psikoterapiaj |
αιτιατική | psikoterapian | psikoterapiajn |
psikoterapia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikoterapia | psikoterapiaj |
αιτιατική | psikoterapian | psikoterapiajn |
psikoterapia (eo)