psiĥologio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- psiĥologio < psiĥologi- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psiĥologio | psiĥologioj |
αιτιατική | psiĥologion | psiĥologiojn |
psiĥologio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psiĥologio | psiĥologioj |
αιτιατική | psiĥologion | psiĥologiojn |
psiĥologio (eo)