Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

przed (pl)

  1. προ, πριν, μπροστά από, μπροστά στον (στην, στο)
    ktoś czeka przed drzwiami - κάποιος περιμένει μπροστά στην πόρτα

Σημειώσεις

επεξεργασία