pruvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pruvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruvo | pruvoj |
αιτιατική | pruvon | pruvojn |
pruvo (eo)
- η απόδειξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruvo | pruvoj |
αιτιατική | pruvon | pruvojn |
pruvo (eo)