pruso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pruso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruso | prusoj |
αιτιατική | pruson | prusojn |
pruso (eo)
- ο Πρώσος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruso | prusoj |
αιτιατική | pruson | prusojn |
pruso (eo)