provizora
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provizora | provizoraj |
αιτιατική | provizoran | provizorajn |
provizora (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provizora | provizoraj |
αιτιατική | provizoran | provizorajn |
provizora (eo)