provizanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provizanto | provizantoj |
αιτιατική | provizanton | provizantojn |
provizanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provizanto | provizantoj |
αιτιατική | provizanton | provizantojn |
provizanto (eo)