providenco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- providenco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | providenco | providencoj |
αιτιατική | providencon | providencojn |
providenco (eo)
- η πρόνοια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | providenco | providencoj |
αιτιατική | providencon | providencojn |
providenco (eo)