protektanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.tekˈtan.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protektanto | protektantoj |
αιτιατική | protektanton | protektantojn |
protektanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protektanto | protektantoj |
αιτιατική | protektanton | protektantojn |
protektanto (eo)