proprieto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- proprieto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proprieto | proprietoj |
αιτιατική | proprieton | proprietojn |
proprieto (eo)
- η ιδιότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proprieto | proprietoj |
αιτιατική | proprieton | proprietojn |
proprieto (eo)