profito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | profito | profitoj |
αιτιατική | profiton | profitojn |
profito (eo)
- το κέρδος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | profito | profitoj |
αιτιατική | profiton | profitojn |
profito (eo)