produktisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | produktisto | produktistoj |
αιτιατική | produktiston | produktistojn |
produktisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | produktisto | produktistoj |
αιτιατική | produktiston | produktistojn |
produktisto (eo)