productively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | productively |
συγκριτικός | more productively |
υπερθετικός | most productively |
Ετυμολογία
επεξεργασία- productively < productive + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαproductively (en)
- παραγωγικά
- ⮡ He used his time productively.
- Χρησιμοποίησε τον χρόνο του παραγωγικά.
- ⮡ We are trying to work more productively.
- Προσπαθούμε να δουλέψουμε πιο παραγωγικά.
- ⮡ We discussed the problem productively.
- Συζητήσαμε παραγωγικά για το πρόβλημα.
- ⮡ If we all work together productively, we’ll finish faster.
- Αν όλοι συνεργαστούμε παραγωγικά, θα τελειώσουμε γρηγορότερα.
- ⮡ He used his time productively.