παραθετικά
θετικός productive
συγκριτικός more productive
υπερθετικός most productive

  Επίθετο

επεξεργασία

productive (en)

  1. παραγωγικός, γόνιμος, που παράγει αγαθά ή καλλιέργειες, ιδιαίτερα σε μεγάλες ποσότητες
    ⮡  productive land/field - παραγωγικό έδαφος/χωράφι
  2. παραγωγικός, που παράγει πολύ έργο
    ⮡  productive work/employment - παραγωγική εργασία/απασχόληση
    ⮡  He is very productive in his work.
    Είναι πολύ παραγωγικός στη δουλειά του.