productive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | productive |
συγκριτικός | more productive |
υπερθετικός | most productive |
Επίθετο
επεξεργασίαproductive (en)
- παραγωγικός, γόνιμος, που παράγει αγαθά ή καλλιέργειες, ιδιαίτερα σε μεγάλες ποσότητες
- ⮡ productive land/field - παραγωγικό έδαφος/χωράφι
- παραγωγικός, που παράγει πολύ έργο
- ⮡ productive work/employment - παραγωγική εργασία/απασχόληση
- ⮡ He is very productive in his work.
- Είναι πολύ παραγωγικός στη δουλειά του.
Σύνθετα
επεξεργασία- productively
- productivity
- → και δείτε τη λέξη produce