productif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | productif | productifs |
θηλυκό | productive | productives |
Επίθετο επεξεργασία
productif (fr)
Αντώνυμα επεξεργασία
και
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | productif | productifs |
θηλυκό | productive | productives |
productif (fr)
και