contre-productif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contre-productif | contre-productifs |
θηλυκό | contre-productive | contre-productives |
Επίθετο
επεξεργασίαcontre-productif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contre-productif | contre-productifs |
θηλυκό | contre-productive | contre-productives |
contre-productif (fr)