procento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- procento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | procento | procentoj |
αιτιατική | procenton | procentojn |
procento (eo)
- το ποσοστό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | procento | procentoj |
αιτιατική | procenton | procentojn |
procento (eo)