ενικός         πληθυντικός  
problem-solver problem-solvers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
problem-solver < problem + solver

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem-solver (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία