problem-solver
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
problem-solver | problem-solvers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαproblem-solver (en)
- που λύνει προβλήματα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- problem-solve
- problem-solving (ουσιαστικό)
Πηγές
επεξεργασία- problem-solver - Cambridge Dictionary online