problem-solve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | problem-solve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | problem-solves |
αόριστος | problem-solved |
παθητική μετοχή | problem-solved |
ενεργητική μετοχή | problem-solving |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈprɒb.ləm ˈsɒlv/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈprɑː.bləm ˈsɒlv/ & /ˈprɑː.bləm ˈsɑːlv/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
επεξεργασίαproblem-solve (en)
- το να λύνω προβλήματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- problem-solver
- problem-solving (ουσιαστικό)
Πηγές
επεξεργασία- problem-solve - Cambridge Dictionary online