prilabora
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prilabora | prilaboraj |
αιτιατική | prilaboran | prilaborajn |
prilabora (eo)
- σχετικός με την κατεργασία, την επεξεργασία
- la prilabora kapablo de petrolo estas 3 milionoj da tunoj jare
- la prilabora industrio por eksporto