prezento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezento | prezentoj |
αιτιατική | prezenton | prezentojn |
prezento (eo)
- η παρουσίαση, η εμφάνιση
- mi trovis tre interesan prezenton de la temo - βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του θέματος