presejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presejo | presejoj |
αιτιατική | presejon | presejojn |
presejo (eo)
- το τυπογραφείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presejo | presejoj |
αιτιατική | presejon | presejojn |
presejo (eo)