presbitero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presbitero | presbiteroj |
αιτιατική | presbiteron | presbiterojn |
presbitero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presbitero | presbiteroj |
αιτιατική | presbiteron | presbiterojn |
presbitero (eo)