prenilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- prenilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prenilo | preniloj |
αιτιατική | prenilon | prenilojn |
prenilo (eo)
- η τσιμπίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prenilo | preniloj |
αιτιατική | prenilon | prenilojn |
prenilo (eo)