prenable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prenable | prenables |
Επίθετο
επεξεργασίαprenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για πόλη, οχυρό, κ.λπ.) που μπορεί να καταληφθεί
- (μεταφορικά) που μπορεί να διαφθαρεί, να δωροδοκηθεί
ενικός | πληθυντικός |
prenable | prenables |
prenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό