ενικός         πληθυντικός  
prenable prenables

  Επίθετο

επεξεργασία

prenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για πόλη, οχυρό, κ.λπ.) που μπορεί να καταληφθεί
  2. (μεταφορικά) που μπορεί να διαφθαρεί, να δωροδοκηθεί

Αντώνυμα

επεξεργασία