imprenable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
imprenable | imprenables |
Επίθετο
επεξεργασίαimprenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- απόρθητος
- (μεταφορικά) καταπληκτικός, φανταστικός, πανέμορφος
- une vue imprenable - μια καταπληκτική θέα
ενικός | πληθυντικός |
imprenable | imprenables |
imprenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό