preleganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | preleganto | prelegantoj |
αιτιατική | preleganton | prelegantojn |
preleganto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | preleganto | prelegantoj |
αιτιατική | preleganton | prelegantojn |
preleganto (eo)