predikato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- predikato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | predikato | predikatoj |
αιτιατική | predikaton | predikatojn |
predikato (eo)
- (γραμματική) το κατηγόρημα