pramo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pramo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pramo | pramoj |
αιτιατική | pramon | pramojn |
pramo (eo)
- το πορθμείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pramo | pramoj |
αιτιατική | pramon | pramojn |
pramo (eo)