praktiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praktiko | praktikoj |
αιτιατική | praktikon | praktikojn |
praktiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praktiko | praktikoj |
αιτιατική | praktikon | praktikojn |
praktiko (eo)