prahomo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prahomo | prahomoj |
αιτιατική | prahomon | prahomojn |
prahomo (eo)
- ο προϊστορικός άνθρωπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prahomo | prahomoj |
αιτιατική | prahomon | prahomojn |
prahomo (eo)