Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prévôtal < prévôt

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prévôtal prévôtaux
θηλυκό prévôtale prévôtales

prévôtal (fr)

  1. σχετικός με κοσμήτορα
  2. (μεταφορικά) (για λόγια ή συμπεριφορά) που εκφράζεται με στόμφο

Συγγενικά επεξεργασία