pozicio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pozicio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pozicio | pozicioj |
αιτιατική | pozicion | poziciojn |
pozicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pozicio | pozicioj |
αιτιατική | pozicion | poziciojn |
pozicio (eo)