potenciala
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- potenciala < potencial- + -a
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | potenciala | potencialaj |
αιτιατική | potencialan | potencialajn |
potenciala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | potenciala | potencialaj |
αιτιατική | potencialan | potencialajn |
potenciala (eo)