postvivanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postvivanto | postvivantoj |
αιτιατική | postvivanton | postvivantojn |
postvivanto (eo)
- ο επιζών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postvivanto | postvivantoj |
αιτιατική | postvivanton | postvivantojn |
postvivanto (eo)