postulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postulo | postuloj |
αιτιατική | postulon | postulojn |
postulo (eo)
- η απαίτηση
Δείτε επίσης : postuló, postulò |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postulo | postuloj |
αιτιατική | postulon | postulojn |
postulo (eo)