Δείτε επίσης: postuló, postulò

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

postulo < postul(i) + -o

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /posˈtu.lo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική postulo postuloj
αιτιατική postulon postulojn

postulo (eo)