posteno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | posteno | postenoj |
αιτιατική | postenon | postenojn |
posteno (eo)
- το ταχυδρομείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | posteno | postenoj |
αιτιατική | postenon | postenojn |
posteno (eo)