posedanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | posedanto | posedantoj |
αιτιατική | posedanton | posedantojn |
posedanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | posedanto | posedantoj |
αιτιατική | posedanton | posedantojn |
posedanto (eo)