poro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- poro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poro | poroj |
αιτιατική | poron | porojn |
poro (eo)
- ο πόρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poro | poroj |
αιτιατική | poron | porojn |
poro (eo)