porko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porko | porkoj |
αιτιατική | porkon | porkojn |
porko (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το γουρούνι, ο χοίρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porko | porkoj |
αιτιατική | porkon | porkojn |
porko (eo)