porcelano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porcelano | porcelanoj |
αιτιατική | porcelanon | porcelanojn |
porcelano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porcelano | porcelanoj |
αιτιατική | porcelanon | porcelanojn |
porcelano (eo)