populacio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | populacio | populacioj |
αιτιατική | populacion | populaciojn |
populacio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | populacio | populacioj |
αιτιατική | populacion | populaciojn |
populacio (eo)